- εξάχνιση
- ηβλ. εξάχνωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξάχνωση — εξάχνωση, η και εξάχνιση, η η μετατροπή στερεού σώματος απευθείας σε αέριο (σε ατμό), χωρίς δηλ. να μεσολαβήσει η υγρή κατάσταση, καθώς και η αντίστροφη μεταβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)